Life is a book and those who do not travel, read only one page

Fes - Cascades d'Ouzoud - Marrakech

Πληροφορίες Ταξιδιού

Οδοιπορικό 2006 II
Ημερομηνία: Τετ, 09/08/2006
Μαρόκο
Απόσταση: 578 χλμ.
Μοτοσυκλετιστές: Μανώλης, Πλουμιστή
Φωτογράφοι: Μανώλης, Πλουμιστή
Συγγραφείς: Μανώλης
Φωτογραφίες: Σύνδεσμος

Αξιοθέατα

9 Αυγούστου 2006:Το ξυπνητήρι χτυπά. Η ώρα είναι 8.30πμ. Ετοιμαζόμαστε. Κατεβάζω τις βαλίτσες και πάω στο πίσω γκαράζ για να τις δέσω. Μόλις τελειώνω, πηγαίνω στο εστιατόριο για ένα καφεδάκι πριν την αναχώρηση. Εκεί η Πλουμιστή μου ανακοινώνει πως το αντίστοιχο ξενοδοχείο της Ibis Hotel του Marrakech είναι πλήρες! Παρόλα αυτά υπάρχουν πάρα πολλά ξενοδοχεία. Καλά μας έχει πάει μέχρι τώρα, λες να την πατήσουμε εκεί;;;
 
Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στην πόλη διαπίστωσα το πόσο δύσκολη είναι η κυκλοφορία μέσα σε αυτή. Αυτό το πρόβλημα έχει 2 συνιστώσες: την έλλειψη σήμανσης (...αυτή που υπάρχει είναι στα αραβικά) και την συμπεριφορά των οδηγών. Έχω κυκλοφορήσει σε αρκετές χώρες. Μπορεί να είναι λάθος η σύγκριση με τις ευρωπαϊκές, αλλά τουλάχιστον μπορεί να υπάρξει μια σύγκριση με τις βαλκανικές (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας!). Λοιπόν, τέτοιο χάλι δεν το έχω δει πουθενά! Μιλάμε πλήρης αναρχία στον δρόμο! Ο καθένας κινείται όπως νομίζει και καμιά προτεραιότητα δεν θεωρείται δεδομένη! Σε μια φάση, χθες, που είχα καθίσει στο παράθυρο και παρατηρούσα την κίνηση, διαπίστωσα πως τα φανάρια –για πολυσύχναστους δρόμους- είναι ελάχιστα και αυτά παραβιάζονται κατά το δοκούν! Απαιτείται προσοχή για όποιον θέλει να ταξιδέψει στο Marocco.
 
Κατά τις 10πμ. αφήνουμε το ξενοδοχείο και πάμε αρχικά στο βενζινάδικο που βρίσκεται απέναντι για να φουλάρουμε με αμόλυβδη. Είμαι αποφασισμένος να μην ξαναβάλω σούπερ (αν τελικά ήταν σούπερ ή σούπερ αμόλυβδη). Ακολουθούμε την διαδρομή του χθεσινού εστιατορίου, καθώς παρατήρησα πως υπάρχει η σήμανση για Ifrane, μια κωμόπολη που βρίσκεται στην πορεία μας. Η έξοδος από την πόλη γίνεται άνετα και εύκολα. Ευτυχώς σήμανση για τις εξόδους υπάρχει και είναι κατατοπιστική. Τουλάχιστον όσο αφορά την δική μας. Η διαδρομή είναι ευχάριστη και περνάει μέσα από ελαιώνες. Όχι στην έκταση που συναντήσαμε μέχρι τώρα, πιο μικρούς και κυρίως κοντά στα χωριά. Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε υψομετρικά και η βλάστηση αυξάνεται. Η ζέστη είναι υποφερτή. Περνάμε από πευκοδάση αλλά και κάτι άλλα δέντρα που αργότερα διαπιστώνω πως είναι κέδροι.
 
Φτάνοντας στην Ifrane νομίζω, πλέον, πως δεν βρίσκομαι στο Marocco αλλά στην κεντρική Ευρώπη. Πλατάνια και λίμνη συνθέτουν ένα φυσικό τοπίο, συνδυαζόμενο με την αρχιτεκτονική σπιτιών με απότομες κεραμιδοσκεπές. Υπάρχουν πολλά ξενοδοχεία και αστυνόμευση. Μοιάζει με μια όαση, αλλά με ευρωπαϊκή βλάστηση! Μάλλον πρόκειται για κάποιο χειμερινό μαροκινό προορισμό. Αφήνοντας το χωριό βλέπουμε εκτάσεις με έλατα. Το ίδιο σκηνικό συναντούμε και στο επόμενο σταθμό, Azrou. Η διαφορά είναι πως εδώ πρόκειται για κωμόπολη και η βλάστηση είναι λιγότερη. Παρόλα αυτά, είναι καθαρή και τακτοποιημένη. Τα μαγαζιά που συναντούμε θυμίζουν αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Η Azrou, όπως φαίνεται, αποτελεί φθηνότερο προορισμό για χειμερινές διακοπές.
 
Συνεχίζουμε με οδηγούς τις πινακίδες για Khenifra. Το τοπίο είναι διαφορετικό από πριν. Υπάρχουν δάση με πεύκα και κέδρους αλλά και μεγάλα τμήματα με απέραντες χέρσες εκτάσεις. Ο δρόμος μπορεί να είναι ευχάριστος, αλλά όχι για τόσα χιλιόμετρα που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε εμείς. Αρκετές στροφές και η ποιότητα του δρόμου είναι τέτοια που δεν την εμπιστεύεσαι προκειμένου να κινηθείς με γοργούς ρυθμούς. Η Πλουμιστή έχει αρχίσει να διαμαρτύρεται ότι πεινάει, οπότε και αποφασίζουμε πως στο επόμενο χωριό που θα συναντήσουμε, θα σταματήσουμε.
 
Το όνομα του χωριού που συναντούμε δεν προλαβαίνω να το συγκρατήσω. Όταν ρίχνω μια ματιά στο χάρτη δεν το αναφέρει. Τα σπίτια έχουν ένα κίτρινο χρώμα και οι προσόψεις τους είναι προς το δρόμο. Δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Μπορώ να πω πως μου θυμίζουν κάτι πόλεις του Μεξικού και των ταινιών γουέστερν. Κινούμενοι στον κεντρικό δρόμο προσπαθώ να βρω κάποιο μαγαζί που να φαίνεται κάπως φιλικό. Στα περισσότερα είναι γεμάτα από άντρες και γέρους και η παρουσία μας –κυρίως της Πλουμιστής- δεν ξέρω κατά πόσο θα περνούσε απαρατήρητη και ασχολίαστη.
 
Φτάνοντας έξω από τον σταθμό των λεωφορείων υπάρχει απέναντι ένα μαγαζάκι που φαίνεται να είναι ήσυχο. Μπροστά κάθονται κάτι πιτσιρίκια με καρότσια. Παίζουν τον ρόλο του αχθοφόρου. Αράζουμε τις μηχανές και καθόμαστε στο κοντινότερο τραπέζι. Την ώρα που κοιτάμε τι θα πάρουμε –μπακάλικο είναι- μου σφυράει ένα τυπάκος απέξω κάνοντάς μου νόημα να μην αφήνω την μηχανή από τα μάτια μου. Στην αρχή νομίζω πως θα είναι κάποιος ο οποίος θα μου πουλήσει εκδούλευση. Τελικά,  τραβάει μια φωτογραφία με το κινητό του τις μηχανές και φεύγει με το αυτοκίνητό του. Μάλλον πρόκειται για θαυμαστή των μοτοσικλετών. Κάθομαι στο τραπέζι ενώ έχουν μαζευτεί 2 πιτσιρίκια. Ο ένας δείχνει περίεργος για την παρουσία μας. Ο δεύτερος έχει κάτσει δίπλα στις μηχανές και δεν σταματά να μας κοιτάει στιγμή. Νομίζω πως είναι ζητιανάκι, παρά κλέφτης αλλά δεν το ρισκάρω να τον αφήσω χαλαρό και να τον κυνηγάω αργότερα!
 
Παρατηρώ –όσο μπορώ- τον χώρο και τον κόσμο γύρω μου. Αρκετές δεκαετίες πίσω από την δικιά μας κοινωνία. Παρά του ότι βρίσκομαι σε ένα ορεινό χωριό δεν μπορώ να νιώσω την ξεγνοιασιά που νιώθεις σε άλλες χώρες. Πίστευα πως οι άνθρωποι δεν θα έχουν αλλοτριωθεί από το χρήμα, όπως αυτοί των πόλεων. Η απάντηση έρχεται την ώρα που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε: ένα πιτσιρίκι – το πολύ 5 χρονών - που περνάει με την μάνα του, σταματά δίπλα στην Πλουμιστή και της ζητάει χρήματα, κάνοντας νόημα με τα δαχτυλάκια του και ρίχνοντας την τσέπη της. Εντωμεταξύ η μάνα του λίγο παρακάτω να το παρακολουθεί! Εκείνο που μου κάνει περισσότερη εντύπωση είναι πως τόσο η μάνα, όσο και το πιτσιρίκι είναι καλοβαλμένοι και όχι τίποτα ζητιάνοι. Για μια ακόμα φορά συνειδητοποιώ πως είναι μέσα στην κουλτούρα τους, ανεξαρτήτως αν το αποδέχεται ο δυτικός πολιτισμός.
 
Φεύγω προβληματισμένος με προορισμό την Beni-Mellal. Ο δρόμος είναι στο ίδιο σκηνικό. Το ευχάριστο είναι πως δεν έχει καθόλου κίνηση και κυρίως χωρίς τα φορτηγά που συναντήσαμε στην Ισπανία, ακόμα και στους επαρχιακούς δρόμους. Εκείνο που συναντούμε για πρώτη φορά είναι το κοκκινόχωμα. Τα γύρω βουνά είναι βαμμένα σε μια κοκκινό-κεραμιδί απόχρωση δίνοντας μια ιδιαίτερη ομορφιά στο τοπίο. Τα σπίτια των χωριών παρουσιάζουν μια ομοιομορφία στο χρώμα, που δεν είναι άλλο από το κόκκινο. Μάλλον θα οφείλεται πως το χρησιμοποιούν οικοδομικά υλικά των οικιών. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό!
 
Η θερμοκρασία έχει ανέβει, καθώς εμείς έχουμε κατέβει υψομετρικά. Κάπου – κάπου συναντούμε χωριά που μπορεί να παρουσιάζουν κάποιο φωτογραφικό ενδιαφέρον, αλλά λόγω της ζέστης δεν έχουμε το κουράγιο να σταματήσουμε. Εκείνο που παρατηρώ είναι πως την θέση εκείνων που πεταγόντουσαν στο δρόμο για να μας πουλήσουν χασίς, έχουν πάρει πιτσιρίκια τα οποία ρεμβάζουν το πέρασμα των οχημάτων και μας χαιρετούν με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα νόημα του χεριού.
 
Φτάνουμε στο Beni-Mellal και κάνουμε μια στάση για καφεδάκι και ξεκούραση στον περιφερειακό δρόμο της πόλης. Δεν ξέρω αν παρουσιάζει ενδιαφέρον η πόλη. Στην περιποιημένη καφετερία που καθόμαστε, για πρώτη φορά από την αρχή του ταξιδιού μας φέρνουν νερό σε κανάτα με τους καφέδες που παραγγείλαμε. Αυτό μπορεί να σημαίνει, είτε πως ο ιδιοκτήτης έχει περάσει από την Ελλάδα, είτε η περιοχή έχει πολύ νερό. Αυτό το διαπιστώνουμε λίγο παρακάτω όταν βλέπουμε τεράστιους αγωγούς να κατεβαίνουν από το βουνό. Πιτσιρίκια παίζουν σε ένα τεράστιο κανάλι με νερό. Παίρνουμε την απόφαση να επισκεφτούμε τους καταρράκτες της Ouzoud που θα μας "φορτώσουν" με κάποια χιλιόμετρα επιπλέον. Πιστεύουμε πως το τοπίο θα μας αποζημιώσει.
 
Στρίβουμε στον κόμβο που βρίσκεται περίπου 22χλμ. μετά το Beni-Mellal με κατεύθυνση το Afoufer και την Azilal. Η ανηφορική διαδρομή είναι σαφώς στενότερη και με περισσότερες στροφές. Από το σημείο αυτό έχουμε μια πανοραμική θέα της περιοχής. Μπορώ να πω πως είναι εκπληκτικό! Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόμαστε σε ένα δάσος από κέδρους, συναντούμε στα δεξιά μας ένα ποτάμι. Μακριά, όπως συνεχίζει ο δρόμος, υπάρχει ένα τούνελ, κάτω από το οποίο βλέπουμε ένα φράγμα. Οι πινακίδες που απαγορεύουν την φωτογράφηση επιβεβαιώνουν την ύπαρξη φράγματος. Λίγο πριν το τούνελ, περνάμε πάνω από το φράγμα, έχοντας την δυνατότητα να απολαύσουμε την θέα της τεχνητής λίμνης. Οι φαντάροι-φύλακες μας χαιρετούν φιλικά.
 
Δεν τραβάμε φωτογραφίες μέχρι να απομακρυνθούμε από τις εγκαταστάσεις. Ο δρόμος από εκεί και πέρα ανηφορίζει απότομα. Το δροσερό αεράκι που φυσάει μας επιβεβαιώνει την υπόθεσή μας για το υψηλό υψόμετρο στο οποίο βρισκόμαστε. Κατά τον χάρτη, πρέπει να βρισκόμαστε στα 1.500μ. Μετά από μερικά χιλιόμετρα φτάνουμε στην Azilal.
 
Μια όμορφη πόλη, ντυμένη στα κόκκινα, που κατά πάσα πιθανότητα αποτελεί το διοικητικό κέντρο της περιοχής και το ορμητήριο όσων θέλουν να περιπλανηθούν στην περιοχή. Σταματάω στο βενζινάδικο καθώς διαπιστώνω πως έχουν αμόλυβδη. Μπροστά μας είναι τζιπάκια Γάλλων σκονισμένα από χαρακτηριστικό κοκκινόχωμα της περιοχής. Παρατηρώ πως είναι εφοδιασμένα με συστήματα πλοήγησης και όλα τα απαραίτητα για χωμάτινες διαδρομές.
 
Συνεχίζουμε με γοργούς ρυθμούς για τους καταρράκτες, για τους οποίους έχουμε διαβάσει στον οδηγό. Η διασταύρωση για τους Cascades d’Ouzoud απέχει περίπου στα 22χλμ. Από εκεί επιπλέον 20χλμ. μέχρι το σημείο που βρίσκονται τα πάρκινγκ. Φτάνουμε ακολουθώντας την άνετη και όμορφη διαδρομή. Ο δρόμος τελειώνει μπροστά από ένα ξενοδοχείο. Διάφοροι μας κάνουν νοήματα προκειμένου να επιλέξουμε το πάρκινγκ τους. Μας πλησιάζει ένα από τα λεγόμενα «κολλητήρια». Σώνει και καλά να μας δείξει τους καταρράκτες! Του εξηγούμε πως έχουμε ελάχιστο χρόνο και το μόνο που θέλουμε είναι να τραβήξουμε μερικές φωτογραφίες. Αυτός τα δικά του. Σταματάμε να του δίνουμε σημασία. Αράζουμε τις μηχανές σε ένα πάρκινγκ που βρίσκεται απέναντί μας και ακολουθούμε το δρομάκι που οδηγεί στο πάνω μέρος των καταρρακτών.
 
Το σίγουρο είναι πως αξίζει τον κόπο η παράκαμψη που κάναμε και τα επιπλέον χιλιόμετρα! Τα ορμητικά νερά χύνονται από ύψος 110μ. Καταλήγουν σε μια μικρή λίμνη που σχηματίζεται. Δίπλα από αυτή υπάρχουν 2-3 καφετέριες – εστιατόρια. Υπάρχουν στημένα αντίσκηνα. Πολλοί κατεβαίνουν με τα πόδια από τις σκάλες και τα μονοπάτια. Μαθαίνουμε πως παρακάτω βρίσκονται σπηλιές αλλά για να τις επισκεφτούμε θα πρέπει να διαθέσουμε 2 ώρες που, δυστυχώς, δεν έχουμε. Αρκούμαστε, λοιπόν, στις φωτογραφίες από το ψηλότερο σημείο.
 
Το κολλητήρι συνεχίζει να ασχολείται μαζί μας. Για να τον ξεφορτωθούμε λέμε να του δώσουμε 5 dirham. Μόλις κάνουμε την κίνηση για χρήματα, τότε «καταλαβαίνει» πως θέλουμε να μείνουμε μόνοι. Όταν, όμως, βλέπει το κέρμα των 5, τότε φανερά ξενερωμένος λέει πως παίρνει περισσότερα. Αφού ανταλλάσσουμε "μερικές κουβέντες", τελικά φεύγει και μας αφήνει στην ησυχία μας.
 
Επιστρέφουμε στις μηχανές, δίνουμε και 10 dirham στον παρκαδόρο. Αναχωρούμε χωρίς στάση για Marrakech καθώς η εύρεση καταλύματος έχει αρχίσει να γίνεται άγχος. Η διαδρομή είναι στο ίδιο στυλ. Το θετικό είναι πως δεν έχει καθόλου κίνηση με αποτέλεσμα να κινούμαστε σβέλτα και άνετα. Στην Tamelelt-el-Kdima συναντούμε τον κεντρικό δρόμο που ενώνει την Beni-Mellal με το Marrakech. Από το σημείο αυτό ο δρόμος γίνεται φαρδύτερος αλλά με περισσότερη κίνηση. Έχει αρχίσει να με καταβάλει η κούραση και η πείνα. Είναι η πρώτη φορά που κάνω τόσα χιλιόμετρα με στροφιλίκια, ζέστη και μέτριο έως κακό οδόστρωμα... πρώτη φορά και στο Marocco!
 
Κατά τις 9μμ. μπαίνουμε στο Marrakech. Με οδηγό τον χάρτη του τουριστικού οδηγού καταφέρνουμε να βρούμε έναν δρόμο που υπάρχουν κάποια σχετικά οικονομικά ξενοδοχεία. Βρίσκονται κοντά στην medina. Αποφασίσαμε να μείνουμε κοντά προκειμένου να μπορούμε να την επισκεπτόμαστε άνετα και μέχρι αργά. Στην διάρκεια της αναζήτησης, μας την πέφτει ένας μοτοσικλετιστής, σκηνικό ίδιο με την Fes. Αυτή την φορά δεν του δίνουμε σημασία και δεν την πατάμε όπως στην Fes. Αυτό που βαριέμαι περισσότερο σε αυτή την χώρα είναι αυτό το "κόλλημα"... τίποτα άλλο!
 
Αρχικά επιλέγουμε το ξενοδοχείο Le Grand Imilchil που είναι πλήρες, αλλά για καλή μας τύχη υπάρχει ένα δωμάτιο –από ακυρωμένη κράτηση- στο ξενοδοχείο Akabar Hotel (Av. Echouhada -Q.Hivernage) που βρίσκεται ακριβώς δίπλα. Παρκάρουμε τις μηχανές σε μια εσωτερική αυλή, ανεβάζουμε τα πράγματα στο δωμάτιο 403. Τακτοποιούμαστε, φοράμε κάτι πιο άνετο και φεύγουμε κατευθείαν για την medina και την ξακουστή πλατεία Djemaa-el-Fna.
Πεζοί, πλέον, μπαίνουμε από την κεντρική πύλη και ακολουθώντας τον δρόμο Ave Mohammed V. Περνάμε από την πλατεία Koutoubia όπου και βρίσκεται και το ομώνυμο Τζαμί και μπαίνουμε σε ένα από τους δρόμους που οδηγεί στην μεγάλη πλατεία. Η διαδρομή δεν ξεπερνάει τα 15 λεπτά πεζοπορίας.
 
Φτάνοντας εκεί εντυπωσιάζομαι από τον κόσμο και τον πανικό που επικρατεί! Ένα τεράστιο πανηγύρι! Κόσμος, καντίνες, πάγκοι και ψησταριές, από τις οποίες ο καπνός που βγαίνει σου δίνει στην αίσθηση πως έχουν πάρει φωτιά. Η μυρωδιά τους σου ανοίγει την όρεξη σε σημείο λιποθυμίας!!! Πολύ περισσότερο σε εμάς που δεν έχουμε φάει τίποτα όλη μέρα. Σπάζοντας την συμφωνία που έχω κάνει με τον εαυτό μου: "πως δεν θα παρασυρθώ και να φάω από χύμα ψησταριά", καθόμαστε στο πρώτο πάγκο που βρίσκουμε κενές θέσεις.
 
Το σκηνικό έχει ως εξής: Στο κέντρο της πλατείας, υπάρχουν αριθμημένες ψησταριές –προκειμένου να αναγνωρίζονται από τους θαμώνες και τους μυημένους. Μεταξύ αυτών είναι στρωμένοι πάγκοι, όπου κάθονται αυτοί που θέλουν να φάνε. Είναι σίγουρο πως θα κάτσεις μεταξύ αγνώστων στην περίπτωση που αποφασίσεις να γευματίσεις. Κράχτες που κρατώντας τους τιμοκαταλόγους και μιλώντας σε όσες γλώσσες γνωρίζουν –ή μάλλον λέγοντας όσες ξένες λέξεις ξέρουν- σε προσκαλούν να επιλέξεις την ψησταριά τους. Εμείς, λόγω της πείνας, μπορέσαμε να σνομπάρουμε μόνο τον πρώτο κράχτη, αλλά ενδώσαμε στον δεύτερο. Καθίσαμε στον πάγκο, που δίπλα μας υπήρχε μια μεγάλη οικογένεια –μάλλον σόι- ντόπιων. Η Πλουμιστή παραγγέλνει couscous και εγώ θέλω να φάω κοτόπουλο σουβλάκι. Του λέω «sistaouk» αλλά μάλλον δεν το καταλαβαίνει. Στα γαλλικά και με νόημα δείχνει να καταλαβαίνει τελικά. Σε πρώτη φάση μας έρχονται 2 πιατάκια σαλάτες που μοιάζουν με τις δικές χωριάτικες και ένα πιατάκι με ελιές.
 
Μετά από λίγο παίρνω χαμπάρι πως το «σόι» δίπλα μας έχει αρχίσει να γκρινιάζει μέχρι και να διαμαρτύρεται στο μαγαζάτορα δείχνοντας το σημείο που είμαστε εμείς. Στην αρχή ψυλλιάζομαι, μήπως έχει παρεξηγηθεί που έβαλε να καθίσουν δίπλα τους ξένοι. Σιγά-σιγά η γκρίνια άρχισε να γίνεται καβγάς! Δίπλα μας έρχονται και κάθονται ένα νεαρό ζευγάρι ντόπιων. Η Πλουμιστή τους ρωτάει περί τίνος ο λόγος του καβγά. Μας απαντούν πως διαμαρτύρονται καθώς σε εμάς έφεραν φρέσκια σαλάτα, ενώ σε αυτούς μπαγιάτικη!!! Αφού δεν έχει να κάνει με θρησκευτικούς λόγους, τότε σταματάω να τους δίνω σημασία.
 
Αναφορικά με το φαγητό αυτό που έχω να πω είναι πως είναι νόστιμο –καθότι τυγχάνει να είναι "βρώμικο"- αλλά όχι κάτι το εντυπωσιακό, ίσως γιατί έχω ξαναδοκιμάσει αραβική κουζίνα. Παρόλα αυτά είναι αξιόλογο και γευστικά έχει πολλά κοινά σημεία με την ελληνική.
 
Τελειώνουμε το φαγητό και φεύγουμε για μια μικρή βόλτα για να παρακολουθήσουμε τα δρώμενα της πλατείας. Χορευτές, μουσικοί, αυτοσχέδιοι αγώνες μποξ, παραμυθάδες –που δεν καταλαβαίνουμε φυσικά-, γυναίκες που κάνουν τατουάζ με χένα απαρτίζουν το σκηνικό. Εντυπωσιακό, σε σημείο να μην σου κάνει όρεξη να φύγεις. Το Marrakech έχει έναν διαφορετικό αέρα σε σχέση με την Fes. Σαφώς πιο εξελιγμένο σου δίνει μια διαφορετική αίσθηση ζωής και ασφάλειας. Δεν συναντούμε καθόλου επιτήδειους οδηγούς και κολλητήρια. Οι ντόπιοι και ντόπιες κυκλοφορούν μέχρι αργά. Άλλες είναι με τις κλασικές μαντίλες που δεν μπορείς να δεις παρά μόνο τα μάτια τους και άλλες με δυτικές επιρροές και ένδυση που δεν θυμίζουν Μαροκινές. Νομίζω πως το Marrakech ανέβασε του πόντους του Marocco!
 
Έχοντας στο μυαλό μας πως η αυριανή μέρα θα είναι αφιερωμένη στην medina και τα souk της πόλης, αναχωρούμε για το ξενοδοχείο προκειμένου να ξεκουραστούμε. Η ώρα πλησιάζει 1πμ....